Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σφίγγω κλείνω (

  • 1 зажать

    зажать σφίγγω κλείνω (нос и т. п.)
    * * *
    σφίγγω; κλείνω (нос и т. п.)

    Русско-греческий словарь > зажать

  • 2 заключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.
    2. εγκλείω, κλείνω μέσα•

    заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•

    -в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.

    3. τελειώνω, ολοκληρώνω•

    заключить речь τελειώνω το λόγο•

    заключить счет κλείνω το λογαριασμό.

    4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.
    5. συνάπτω, κλείνω•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•

    заключить контракт κλείνω σύμβαση•

    заключить пари βάζω στοίχημα•

    заключить брак συνάπτω γάμο.

    εκφρ.
    заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.
    παλ. κλείνομαι•

    зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•

    она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.

    Большой русско-греческий словарь > заключить

  • 3 зажимать

    зажимать
    несов
    1. (стискивать) σφίγγω, συμπιέζω, ζουλώ:
    \зажимать и руке́ σφίγγω στό χέρι·
    2. (плотно закрывать) βουλώνω, στουμπώνω, κλείνω:
    \зажимать у́ши βουλώνω τ' αὐτιά μου·
    3. перен разг περιορίζω, ἐμποδίζω, πνίγω:
    \зажимать инициативу πνίγω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία· ◊ \зажимать рот кому-л. κλείνω τό στόμα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > зажимать

  • 4 зажать

    -жму, -жмешь
    ρ.σ.μ.
    1. (συ)σφίγγω, πιέζω• (‘συν)θλίβω•

    зажать в руке σφίγγω στο χέρι•

    зажать болт σφίγγω το μπουλόνι.

    || κρατώ, κρύβω (χρήματα).
    2. βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλείνω•

    зажать нос, уши βουλώνω τη μύτη, τ’ αυτιά.

    || ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω•

    его совсем -ли в толпе τον παραζούλισαν ατο πλήθος.

    3. μτφ. πνίγω•

    зажать критику πνίγω την κριτική•

    зажать иницити-ативу πνίγω την πρωτοβουλία.

    εκφρ.
    зажать рот – βουλώνω το στόμα.
    -жну, -жнешь
    ρ.σ.
    αρχίζω να θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > зажать

  • 5 затянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω• δένω•

    затянуть ремень σφίγγω το λουρί•

    узлом δένω κόμπο•

    затянуть петлю δένω θηλιά.

    2. τεντώνω, τεζάρω.
    3. τραβώ μέσα, ρουφώ•

    болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.

    4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.
    5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•

    тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•

    пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.

    || μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•

    рану -ло η πληγή έκλεισε.

    6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•

    затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•

    затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.

    7. σφίγγω τη βίδα.
    σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω να τραγουδώ.

    Большой русско-греческий словарь > затянуть

  • 6 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 7 зажимать

    1. (туго сжать) σφίγγω 2. (в патроне станка, дрели и т.п.) στηρίζω 3. (в струбцине, скобе) σφίγγω 4. (сжав или придавив что-л., плотно закрыть) κλείνω (σφιχτά).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажимать

  • 8 припереть

    припереть
    сов,, припирать несов κλείνω, σφαλώ / σφίγγω (прижимать)· ◊ припереть кого́-л. к стене κολλώ κάποιον στον τοϊχο.

    Русско-новогреческий словарь > припереть

  • 9 припереть

    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) στερεώνω, επιστηρίζω•

    припереть доску к стене στερεώνω τη σανίδα στον τοίχο.

    2. κλείνω σφιχτά, γερά, σφαλίζω•

    припереть дверь σφαλίζω την πόρτα.

    3. πιέζω, θλίβω, σφίγγω.
    4. (απλ.) μισοκλείνω.
    5. (απλ.) φέρω, κουβαλώ•

    -ли на себе три мешка έφεραν για τον εαυτό τους τρία τσουβάλια.

    6. αμ. έρχομαι•

    -пр к нам и сидит αυτός μας ήρθε και κάθεται.

    εκφρ.
    припереть к стене – κολλώ στον τοίχο (αποστομώνω, εξουδετερώνω).
    (απλ.) έρχομαι•

    ты зачем сюда -рся? γιατί μας ήρθες εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > припереть

См. также в других словарях:

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …   Dictionary of Greek

  • επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …   Dictionary of Greek

  • κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»